κάθησε στο ίδιο το τραπέζι αντικρύ,
την ώρα π’ άναβα τη λάμπα
κι έτσι μας βρήκε μόνους το πρωί.
Είχε πολλά να πει αυτό το βράδυ
ως συνήθως μονολογεί κι ’γω ακούω
Η γάτα ρυθμικά μου δέχεται το χάδι
και ταξιδεύω με του νου το πλοίο.
Μη σταματάς, πες μου κι αυτά,
ύψωσε επισκέπτη το ξίφος σου ορθό.
Ξέρεις σ’ ακούω πάντα κατανυκτικά.
Συνείδηση επισκέπτη εσύ,
πώς να ’χω μάτια να σε δω;