Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

by Apollo Spiliotis
Σ’  όλους   αυτούς που   ανέβηκαν στα ξάρτια κι’   απόλαυσαν την ηδονή του φόβου σαν έγερνε το άρμπουρο και  το  ’βρεχε   το κύμα

thalassa_agapi_mou.jpg

Μέσα  από την παρούσα ποιητική  συλλογή των  τριάντα  στιχουργημάτων του ο Γιώργος  Σπηλιώτης αποτυπώνει μία βιολογική, λογική και συναισθηματική καμπύλη. Μία  καμπύλη πορείας  με κοινή  αφετηρία και τέρμα, αφού βέβαια  επιστρέφει στην αφετηρία του  πλούσιος με ότι του χάρισε το ωραίο ταξίδι  αναζητώντας την Ιθάκη του.

Στην αρχή της  καμπύλης η αναχώρηση για την πραγμάτωση  μιας  νοσταλγίας :  στα πλάτη της θάλασσας  και  στα βάθη των οριζόντων, σ’   άγνωστες  γωνιές και καινούργιες  εμπειρίες.  Η νοσταλγία της  απελευθέρωσης.  Ωστόσο με το αρχικό στιχούργημα του  το  «Κατευόδιο»,  που υπογραμμίζεται τόσο εύστοχα με το συνοδό σκίτσο, φαίνεται ν’   αφήνει ρίζες  στην στεριά  (θα τεκμηριωθεί αυτή η προσέγγιση με τα τελευταία  στιχουργήματα της  συλλογής του όταν πια  θ’   αράξει και πάλι στην στεριά).  Αλλά κι   εδώ στο  «Κατευόδιο»  διαφαίνεται  το δέσιμο:  «απ’  τη  βαδιόλα  θα τα βλέπεις  - στη θύμησή τους θα  νοιώθει το κορμί  - την ίδια εκείνη  πρώτη ανατριχίλα» και αμέσως  « στη λάμψη της  χλιδής μη μαγευτείς και  ξεχαστείς – γύρνα στον τόπο σου».

Στην  πορεία όμως της  καμπύλης,  ο Γιώργος  Σπηλιώτης,  καβάλα στο θαλάσσιο  άτι του  - ναυτικός  γαρ -  αρχίζει το ταξίδι για την Ιθάκη.  Στο  

«Κυνηγώντας τον  Ήλιο»  φαίνεται κιόλας  ξανοιγμένος στα πλατιά, αντάμα με τον ήλιο που ταξιδεύει μεσούρανα:  «καβάλα στ’  Απόλλωνα το άρμα  εσύ – κι εγώ στην γέφυρα του φορτηγού πάνω στο κύμα».

Το κύριο  μέρος της καμπύλης είναι μια παράξενη  (ανθρώπινη ωστόσο)  σύνθεση μιας πραγματικότητας και μιας νοσταλγίας. Της πραγματικότητας που συντίθεται   και κοσμείται   με τις πρωτόγνωρες χαρές στης θάλασσας, τις εμπειρίες των νέων χωρών, των νέων γνωριμιών και ξωτικών προσεγγίσεων.

Με τις μεγάλες συγκινήσεις – στις  γαλήνες και στις  φουρτούνες – των μεγάλων ταξιδιών,  με τις  προσεγγίσεις στα μεγάλα λιμάνια, εκεί που ο Νίκος Καββαδίας γνώρισε και αποθανάτισε τις  ξωτικές  ομορφιές.  

(Κάπου, φαίνεται να έχει επηρεαστεί  ο Σπηλιώτης, αλλά και πως να  μην έχει επηρεασθεί  αφού  η ευαισθησία τους είχε βραχεί με την ίδια αρμύρα).

Βλέπουμε σωστή την προσέγγιση στο  «Σμαράγδι του Γιαλού»,  στο 

«Κορίτσι του Κobe»,στη  «Μοιραία  Συνάντηση»,  στο «Μάγος  των Ατζέκων» κι αλλού.   Τεκμηριώνω  με κάποιους  στοίχους,  που ακτινοβολούν  ευαισθησία :  «Το χάδι της μελτέμι ανάλαφρο – στο γέλιο της  σμαράγδι του γιαλού -  και δυο κοχύλια απ’  το βυθό – τα δυο  της χείλια».   Στο  «Κορίτσι  του  Kobe» :  « Τα  λοξά σου όμορφα μάτια – της ζωής μου κρυφά  μονοπάτια».   Παρόμοιοι  στίχοι  ευαισθησίας  (κύριο πράγματι  στοιχείο  της  συλλογής  η ευαισθησία  του Σπηλιώτη)  σ’  όλα τα στιχουργήματα  του κύριου  μέρους της  καμπύλης.

Από το «Φτώχια  Λουλούδι»  αρχίζουν οι μνήμες.  Η  νοσταλγία της  στεριάς – της  αφετηρίας:   «Φτώχια  γλυκιά,  ψωμί κι  ελιά -  το μεροκάματο μας φθάνει – και το βοτάνι, βραδιές που κελαηδούνε τα παιδιά – στη γειτονιά».    Η καμπύλη, ήδη, αρχίζει να κλίνει. Ωστόσο οι περιπέτειες στο προσκήνιο ακόμη.  Όχι όμως σαν  ξωτικές οπτασίες, αλλά  σαν  Ποσειδώνες οργισμένοι, που υπονομεύουν  την ξωτική  ομορφιά και  συμβάλλουν στην ανάδυση της  μνήμης. Κορύφωση  «Η Προσευχή ενός Ναυαγού» : « Καθένα κύμα  που έρχεται με πάει στην κορφή του – και ο πλάι  ο φίλος  δέχεται την δροσερή  ταφή του».  Και στο « Bay Biscay»:

 « Στεκόμουν γαντζωμένος απ’  τα ρέλια – πίσω στο μεσαίο  κομοδέσι, - όταν το πλοίο είδα να κόβεται στην μέση».  Το ίδιο σήμα και στο   «Yokohama»:  «Δαρθήκαμε σε τούτο το ταξίδι – απ’ τη  Χιλή με σόγια φορτωμένοι».

Και πάλι,  λοιπόν,  στο τέρμα – αφετηρία στα στιχουργήματα «Πατρίδα»,  « Ο Αποχωρισμός» , «Προσκύνημα».   Στο τελευταίο   «..... στο πατρικό κατώφλι  ένα  προσκύνημα....    ...   να  μυριστώ την ποθητή  Λουΐζα».

Η ανησυχία όμως  ανησυχία ...   Από το ασφαλές, τώρα,  μετερίζι,  στο κλείσιμο της  γραφικής  καμπύλης, η νοσταλγία και πάλι της  θάλασσας,  του ξένου τόπου, των ξωτικών.     Χαρακτηριστικό το  « Ο Καημός του Παροπλισμένου»,  η «Ναυτική μου τσάντα»,  « Ένας  Διαβήτης».  

Ο  Γιώργος  Σπηλιώτης δεν έκλεισε – φαίνεται -  την καμπύλη.  Μένει αιώνιος ταξιδευτής .... ταξιδευτής με κύρια πυξίδα την ευαισθησία ... 

                                                  Γιώργος  Ν.  Μοσχόπουλος

Κατευόδιο

by Apollo Spiliotis
Kateuodio.jpg
Στη  Διαμάντω

Σαν προβοδίσεις κι’ ανοιχτείς  στο πέλαγος

με μια ματιά  προσκύνα το νησί απ’ το πλοίο

θα σου κουνά μαντήλι  η μάνα σου

κι΄ απ’ την πλαγιά  ένας καθρέφτης

θα σου λεει  αντίο.

Το στεναγμό πούρχεται πάνω άστον  

ζητάει να βραχεί  από ένα δάκρυ,

για να λασκάρει ο πόνος του φευγιού,

κλείστα τα δυό  μεσ’ στην καρδιά

και κρέμασέ τα στο πλωριό κατάρτι.

Απ΄την βαδιόλα θα τα βλέπεις 

στη θύμησή τους θα νιώθει το κορμί

την ίδια εκείνη  πρώτη ανατριχίλα

στο πρωινό το κατευόδιο

ξενιτεμένο μου πουλί.

Κι’ αν βρεις στο δρόμο σου πιότερο βιό

μακριά  σε  κάποια πολιτεία,

στη   λάμψη της χλιδής μη μαγευτείς και ξεχαστείς,

γύρνα στον τόπο σου 

και τη στερνή σου να ληφθείς

την Κοινωνία.

 

Κυνηγώντας τον ήλιο

by Apollo Spiliotis
Kunhgwntas_ton_Hlio.jpg
Στον   Μπάρμπα - Γιάννη

Δροσάτο  σε θωρώ το πρωινό

μόλις γερθείς απ’ το κλινάρι

γλιστράς  μ’  ένα  χαμόγελο ροδό

πάνω στου ορίζου το στεφάνι.

Στα χνάρια σου πάνω πατώ

μα μου ξεφεύγει η δρασκελιά σου

η μέρα τέλεψε και μου ’πες άϊντε  γεια σου,

 θα σ’  ανταμώσω το πρωί.

Κι’  αρχίζει νιο  τ’ άλλο πρωί κυνηγητό

βάζοντας πλώρη στο Ζενίθ βγαίνεις σεργιάνι

με τον εξάντα στο φτερό το κολατσιό

σε φέρνω κάτω του ορίζου να φιλήσεις το στεφάνι

Χέρι με χέρι  φίλε μου γεράσαμε κι  οι δυο

τυλίγοντας γύρω στη γη το νήμα

καβάλα  στ’ Απόλλωνα το άρμα   εσύ,

 κι΄ εγώ  στη γέφυρα του φορτηγού  πάνω  στο κύμα.

Πατρίδα

by Apollo Spiliotis
Patrida.jpg

Τι κι αν το ρεύμα της νιότης

κι οι ανάγκες της τότε ζωής

ή το αίμα που βράζει να δεις,

να γνωρίσεις, ν’ αγκίξεις, να μάθεις.

Είτε πολέμου κατάρα το λένε

που μας έσπρωξε τότε μακριά

σε νερά που χωρίζουν στεριές,

δεν σταματούνε τα μάτια να κλαινε.

Η καρδιά κι ο νους μυστικά

έχουνε κλείσει σε μιαν αρμονία

ανθισμένη της γης μια γωνία

που ευτυχίας κρατά τα κλειδιά.

Ναι  πατρίδα!  Εσύ είσαι η φλόγα

που θερμαίνει στα ξένα μακριά

την ιδέα, σαν ο χρόνος κυλά

στο δικό σου να γυρίσω το χώμα.

Εμείς οι Σωτήρες

by Apollo Spiliotis

Δεν  πρόλαβε  να πιάσει  στο Colombo

το Αγγλικό  φορτηγό  Challenger

που γέμισε κάθε λογής  εμπόρους.

Κούληδες  εδώ,  Κούληδες εκεί

στην πρύμη μας  εστείσανε  παζάρι.

Πουλούσανε  κάθε λογής πραμάτεια

μαύρο, πετσιά, αρώματα  ερωτικά

 που βρώμαγαν αψέντι.

Μασούσαν  σόγια  κόκκινα

την πείνα τους να σβήσουν,

έφτυναν στο κατάστρωμα

 και απίκου  κατουρούσαν.

Ξυπόλυτοι, ντυμένοι σε άσπρο ράσο,

 με όψη αποκρουστική

γδαρμένη από την φαγούρα,

πως οι γλάροι  για ώρες 

πάνω στα ρέλια κάθονται

προσμένοντας πελάτες.

Κι’  ο Captain Eliot  προσθέτει:

‘ να πως κατάντησα αφ’ ότου

φύγαμε  εμείς οι Σωτήρες ’.

Σμαράγδι του Γιαλού

by Apollo Spiliotis
Smaragdi tou gualou.jpg

Έτσι τη γνώρισα, απροσδόκητα

απλή και λυγερή

μ’ αρχοντική φινέτσα.

Μαλλιά χυτά μελαχρινά

και δύο σπίθες π’   έβγάζαν

φωτιά τα δυο της μάτια.

Το χάδι της μελτέμι ανάλαφρο

στο γέλιο της σμαράγδι του γιαλού

και δυο κοχύλια απ’ το βυθό

τα δυο της χείλια.

Ένα κλαρί της κάρφωσα

στο πέτο της Λουΐζα.

Το βράδυ εκείνο ευωδίαζε

καθώς ενώθηκε με τη δική μου αρμύρα.

Το Κορίτσι του Kobe

by Apollo Spiliotis
Στον  Μάκη Βαρελλά

Ήλθες πάλι γλυκιά οπτασία

μες στην νύχτα ετούτη την κρύα

στα ολόλευκα ήσουν ντυμένη

Θάλασσας αφρού  δυομένη. 

Τα λοξά σου όμορφα μάτια

της ζωής μου κρυφά μονοπάτια

τα κεράσινά  σου τα  χείλη.

Του βυθού της θαλάσσης κοχύλι.

Τα μαλλιά σου στους ώμους ριγμένα

λουλούδια λευκά μυρωμένα

σου στολίζαν την πλούσια  κόμη.

Ανθός  χρυσανθέμου  στην πόλη του Kobe.

Η ψυχή σου ζητούσε γαλήνη

που δεν βρήκε στης νύχτας τη  δίνη

στο χαμό σου έκλαψα  επάνω.

Τώρα στο Kobe  μόνο με όνειρα φθάνω.

Έχεις φύγει απ’ του μίσους τη λήθη

η επίγεια ζωή σου σωστό παραμύθι

κρατώ το Σταυρό σου ζωής φυλακτό.

Ω! Λουλούδι  εσύ  Αλπικό.

Η Μοιραία Συνάντηση

by Apollo Spiliotis

Κάποιοι λαοί απ’ του βορρά τις χώρες

μ’ αλλόκοτες μορφές και κέρατα γαμψά

φθάνουν με καρυδότσουφλα ως μέχρι τις Φαιρρόες

ανήσυχοι ανιχνεύοντας να βρουν κι αλλού στεριά.

Το κύμα τους εξόκειλε στ’ Ατλαντικού το τέλος

αντίκρισαν ιθαγενείς κόκκινους και γυμνούς

(πλανόβια Εβραίικη φυλή λέει ο μύθος

 που ’χάθηκε στην Έξοδο σε τόπους μακρινούς)

Ποιος μπόρεσε ποτέ να ζωγραφίσει  φόβο

σε  κείνη τη συνάντηση εκείνης της στιγμής ;

Ποιος μπόρεσε ποτέ  του να εκτιμήσει

πώς ήταν κι η συντέλεια της κόκκινης φυλής ;

Ο Μάγος των Ατζέκων

by Apollo Spiliotis

Σαν τους Ατζέκους  εγκατέλειψε ο Θεός

στην άρνηση του βασιλιά να θυσιάσει

το γιο του τον πρωτότοκο, ως είχε υποσχεθεί,

τρόμος και φόβος  μέσα στις καρδιές τους   φώλιασε.

Κι ο μάντης που προφήτευε το μέλλον,

πρόβλεψε τους θεϊκούς θυμούς.

Εκλήθη τώρα και χρησμό να δώσει

τι θα απογίνουνε χωρίς θεούς.

Πάλεψε μάταια στου φεγγαριού τη χάση,

να ευμενίσει τον οργισμένο το Θεό.

Στην έκστασή του κάποιο ουράνιο σημάδι

εφάνη, σαν ερχομός ..... με υποταγή.

Μετά χαράς τους αναγγέλλει πως θα

γυρίσει ο θεός αφού γεμίσει το φεγγάρι

την πρώτη του άλλου του μηνός.

Και αλήθεψε του μάγου η προφητεία!

Χαρά σκορπίστηκε στους δρόμους,

και φως  πλημμύρισε εξ  Άνω στις καρδιές  τους.

Βωμούς εκτίσανε καινούργιους στον θεϊκό τον ερχομό.

 Ήλθε για πάντα ο θεός.

Και ο Cortez απεβιβάσθη την πρώτη μέρα εκείνου  του μηνός.

Το Τείχος της Ντροπής

by Apollo Spiliotis

Χθες τα βήματά μου   μ’  έφεραν

μπροστά στο τείχος

που στήθηκε κάποια βουβή και κρύα νύχτα.

Θυμίζει κάστρο στοιχειωμένο.

Στα θέμελά του θάψανε μια κόρη,

εκείνη τη νύχτα ζωντανή.

Έτσι και πήρε το όνομά του

«Το Τείχος της Ντροπής».

Κοιτάζοντάς το αναρωτιέσαι

αν ήθελαν να κλείσουν ίσως  κάτι μέσα

ή κάτι απ’ έξω  επρόκειτο ν’ αφήσουν;

Μην το ρωτάς. Ούτε κι΄ αυτοί  γνώριζαν το γιατί.

Η Άγραφτη Απάντηση

by Apollo Spiliotis
H_Agrafth_Apanthsh.jpg

Τούς πρώτους άποικους που πάτησαν στο χώμα

του Νέου Κόσμου, κάποιο φθινόπωρο παλιά,

με μπερδεμένα αισθήματα  και  φόβους

τους υποδέχθηκαν οι ιθαγενείς.

Μα σαν άρχισαν τα παζάρια,

 το ποιος θα διαφεντεύει εδώ τη γη,

τη μοιρασιά δεν την δέχτηκαν

«η γη είναι πατρώα ιδική μας ερυθρή».

Ο πρέσβης που εστάλη στους λευκούς,

μετέφερε την άγραφη επιθυμία του  φυλάρχου:

 «Καιρός είναι να φύγετε μακριά

 αλλιώς ασπίδες έχουμε και τόξα, άλογα και πολεμιστές ».

Φεύγοντας την πήρε την απάντηση γραπτή στο χέρι,

και την κρατά και τρέχει.

Σ’ ένα πουγκί την  έδωσαν δεμένη

χωρίς μελάνι και χαρτί.

Λίγα φυσέκια με μπαρούτι του Νομπέλ.

 Άγραφτη η απάντηση εστάλη στον ερυθρόδερμο αρχηγό.

Bangkok River

by Apollo Spiliotis

Τα  μουσόνια σάρωναν τον Ινδικό

καρφώνοντας  την άμμο στο στόμα

και στο κατραμόκωλο πετσί μας.

Ήλιος δεν φαίνεται για μέρες

κι  η ρότα  μας  στραμένη για Bangkok.

Αρόδου η λάντζα  φορτωμένη

δωδεκάχρονους   αγγέλους

αναμάρτητα κορίτσα πουλημένα 

στους εμπόρους του Bangkok.

Ξωτικές  Αφροδίτες, σειρήνες 

Ταϊλανδέζικες  αναδυόμενες

απ’  τα νερά,   προσμένοντας

τους  συντρόφους ναυτικούς.

Κι  έπειτα ..., έπειτα  στο πέλαγος

ανοίχτηκε το κουτί της Πανδώρας

των   αγγέλων του  Bangkok,

δώρα  αγιάτρευτα  κουβάλαγε

το κατραμόκωλο  πετσί τους.

Ο Μαρκόνης

by Apollo Spiliotis
Στο  Νίκο   Μπαλωτή

Φορτίο   ψαράλευρο aπ’ το Καγιάο  για Σεβίλλη

και  βρώμα  ανηπόφορη  όπως φυσά ο πλωριός αγέρας.

Κροσάραμε αργά και μπήκαμε στο ρέυμα

στις  15 μοίρες για να κερδίσουμε ολίγους κόμβους

Κάτι ρουφίχκτρα  μαρειρεύεται μουρμούρισε

κοιτάζοντας τον καιρό  ο Λοστρόμος.

Δεν με γελά εμένα ο κόλπος.

Μέσ΄ την  καρδιά του κόλπου με πέντε before μπουνάτσα

και ο Μαρκόνης δίνει το ρεπόρτο «Stand by   για τυφώνα»

Την επομένη νέο ρεπόρτο «Κροσάρουμε στο μάτι του τυφώνα».

Ξανάφτυσε ο Λοστρόμος τον καιρό

Τό  ’ξερα εγώ. Δεν με γελά εμένα ο Κόλπος.

Μποτσάρανε τα σένια  στην κουβέρτα οι ναύτες

κι’  καπετάνιος  άλλαξε πορεία βάζοντας

πλώρα δεξιά  τη ρότα του τυφώνα.

Stand by μείναμε   για δυό – τρείς ημέρες

Μέχρι που ξεμέθυσε ο Μαρκόνης

από τα δέκα  before  που είχε πέσει,

ο  John ο Ιρλανδός από το Υork.

Φτώχια Λουλούδι

by Apollo Spiliotis

Φτώχια απλή, με συντροφεύεις

από τη γέννα.

 Φτώχια, πιστά μ’ ακολουθούν τα μυστικά

που κάθε νιο τον γαλουχείς.

Άρωμα, λουλούδια λεμονιάς

σκορπούν στο διάβα.

 Νέες μεθούν στο ίσκιο σου σαν κοιμηθούν.

Έρωτα, χαρά της γειτονιάς.

Φτώχια μου εσύ, γλυκιά μου συντροφιά

 περιφρονώ τα πλούτη.

 Η πρωτοβυζαξιά  λουΐζας άρωμα

βρύση τα πλούτη μέσ’ την καρδιά.

Φτώχια,  εσύ λουλούδι.

Φτώχια γλυκιά, ψωμί κι ελιά

το μεροκάματο μας φθάνει

και το βοτάνι,

βραδιές που κελαηδούνε τα παιδιά

στη γειτονιά.

Yokohama

by Apollo Spiliotis
Στο  Καπετά-Γεράσιμο  Στανίτσα
Δαρθήκαμε  σε τούτο το ταξίδι

απ’  τη Χιλή με σόγια  φορτωμένοι.

Αρόδου τώρα πέντε μέρες

και η Yokohama  δύο μίλια μακριά.

Η λάντζα του  ship – angente  δεν

μπόρεσε να φέρει ούτε γράμμα

κι  Καραντίνα κυματίζει στον ιστό.

Φουνταρισμένοι δύο μίλια

 και μόνο  τα φώτα  της πόλης

μας  ηρεμούν,  κάνοντας

να ξεχαστεί    ποτζάρισμα ένα μήνα.

Η Yokohama μας περιμένει.

Είμαστε γνώριμοι θαμώνες του  Sparta Cabaret

Λιμάνι ποθητό.   Μουσική απαλή

και στο ημίφως γνώριμες σιλουέτες  αέρινες.

Πρόθυμες να γλυκάνουν των θαλασσοδαρμένων

την αρμύρα του σώματος

με τ’  άρωμα  χρυσανθέμου.

Νυκτερινός Επισκέπτης

by Apollo Spiliotis
Ήρθε  χθές βράδυ  κι’ όπως πάντα

κάθησε στο ίδιο το τραπέζι αντικρύ,

την ώρα π’ άναβα τη λάμπα

κι έτσι μας βρήκε μόνους το πρωί.

Είχε πολλά να πει αυτό το βράδυ

ως συνήθως μονολογεί κι  ’γω ακούω

Η γάτα ρυθμικά μου δέχεται το χάδι

και ταξιδεύω με   του νου το πλοίο.

Μη σταματάς, πες μου κι αυτά,

ύψωσε επισκέπτη το ξίφος σου ορθό.

Ξέρεις σ’ ακούω πάντα κατανυκτικά.

Συνείδηση επισκέπτη εσύ,

 πώς να  ’χω μάτια να σε  δω;

Οι Ναυτικοί του Rotterdam

by Apollo Spiliotis

Σκαρί,  παντόφλας σχήμα και γερό

που τράβαγε γραμμή  Χιλή – Ιαπωνία

τα είχε όλα πρίμα εκειό το φορτηγό.

Αυτή ’τανε  η μόνη του αδυναμία.

Ναύτες τσακάλια, παιδιά του Rotterdam

με λερωμένα  ποινικά  Μητρώα

μα στην φουρτούνα ένας κι ένας κάναν  μπαμ,

κι’ είχαν αφήσει  ιστορία στην Gilboa

Πάντα ζητούσαν  extra λίρες για δουλειά

και μόνο το τιμόνι  κάνουν   free,

έτσι συμφώνησαν τ’ αφεντικό  στο  Rotterdam

κι αν δεν σ’ αρέσει καπετάνιε  βάλε  Γκαραντί

Τ΄ αμπάρια σκούπιζαν φτύνοντας σκόνη

 μερόνυχτα σαν φτυσικοί,

κι ο καπετάν - φουρτούνας στο τιμόνι

λέγοντας,  μωρέ τούτοι είναι αλήθεια ναυτικοί.

Κουβέντες λίγες και κοφτές

βγαλμένες απ’ της ζωής την πείρα,

χέρια  και μάτια καθαρά σαν δυο φωτιές

τους είχε δώσει μια γυαλάδα η αρμύρα.

Τέτοια παιδιά δεν γνώρισα ξανά

Κι’ ας ήταν  μπιτσικομαρία

σαν ναυτικοί πρώτοι στα φορτηγά

και για πιστεύω τους  την  ανταρσία.

Bay Biscay (Βισκαϊκός Κόλπος)

by Apollo Spiliotis

Βρήκαμε  το  Bay   θυμωμένο

γιατί του γδέρνουνε  οι Βάσκοι

όπως λένε  όλη τη σαρδέλα.

Εν  πλω δυο μέρες ξεφόρτωτοι

απ΄ την Αμβέρσα,

μα  δεν  βοήθησε ακόμη  ούτε η τραβέρσα

βάζοντας τον καιρό  πλώρα δεξιά.

Βογκούν τα παγωμένα κύματα ωσάν  θεριό

που καταπίνουνε την πλώρη,

κι’ η πρύμη ξενερώνοντας

κάνει την προπέλα να στριγκλίζει στο κενό.

Στεκόμουν γαντζωμένος απ’  τα ρέλια

πίσω στο μεσαίο κομοδέσι,

όταν  το πλοίο είδα να κόβεται στη  μέση.

Η πρύμη χάθηκε μέσα στον Bay,

η πλώρη ακόμη όρτσα ατενίζει το Θεό,

κι  εγώ χωρίς ούτε να ξέρω πως

βρέθηκα  μέσα στο παγωμένο το νερό.

Ο Άγνωστος Επισκέπτης

by Apollo Spiliotis
Μια χειμωνιάτικη βραδιά

συναντηθήκαμε στο δρόμο

όλως τυχαία

μ’ αυτόν τον άγνωστο για μένα

επισκέπτη.

Καθίσαμε σιμά,

στο τζάκι, έτσι αντικρύ ο ένας στον άλλον

 κάτω από το αμυδρό, φως του λυχναριού

 και κοιταζόμαστε αναζητώντας

μέσα απ’ το κρασί σημάδια γνώριμα.

Άγνωστος ήτανε.

Άγνωστος ίσως κι εγώ για σένα του   είπα.

Μα σαν επήρε το κρασί την θέση του την πρέπουσα

η γλώσσα λύθηκε

Και μου  ’πε... μου  ’πε

όσα δεν ήξερα γι’ αυτόν

τον άγνωστο επισκέπτη.

Κι είδα πως δεν ταιριάζαμε

καθόλου εμείς οι δύο.

Ακούγοντάς τον στην εξομολόγηση αυτή

ξεδιπλώθηκαν της ψυχής πτυχές άγνωστες

το σώμα εξωραΐστηκε

κι αλάφρυνε, αφήνοντας

ένα δάκρυ να κυλήσει στο ποτήρι

Στο ποτήρι

απ’ όπου κοινωνήσαμε μετά κι οι δυο.

Και μόνο τότε αναγνώρισα τον

Άγνωστο για μένα επισκέπτη,

τον εαυτό μου.