Πλάστη που είσαι εκεί ψηλά και βλέπεις πιο καθάρια
ρίξε και μια γλυκιά ματιά τριγύρω στα πελάγια
Να γαληνέψει η θάλασσα να κάνει ο Ποσειδώνας
και να περάσει άκακα και τούτος ο τυφώνας.
Ναι πλάστη, κοίτα την ψυχή καθένας την κρατάει
να σου την δώσει την αυγή εις τον βυθό σαν πάει.
Ψιθυριστά λεν προσευχή του καθενός τα χείλη
σαν το κερί μες στην σιγή που λιώνει στο καντήλι.
Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως θα ’χω τέτοια μοίρα
πριν νοιώσω ακόμη τη ζωή να λιώσω στην αρμύρα.
Τ’ άλμπουρο εκείνο το πλωριό εχάθηκε, τι κρίμα
κι’ εγώ παλεύω στο υγρό που θα με θάψει κύμα.
Καθένα κύμα που έρχεται με πάει στην κορφή του
και πλάι ο φίλος δέχεται την δροσερή ταφή του
Το διάφανο εκείνο του βυθού, κλινάρι ιδανικό
σαν άστρα θ’ είναι τ’ ουρανού τα πλοία πάνω στον αφρό.