Μια χειμωνιάτικη βραδιά
συναντηθήκαμε στο δρόμο
όλως τυχαία
μ’ αυτόν τον άγνωστο για μένα
επισκέπτη.
Καθίσαμε σιμά,
στο τζάκι, έτσι αντικρύ ο ένας στον άλλον
κάτω από το αμυδρό, φως του λυχναριού
και κοιταζόμαστε αναζητώντας
μέσα απ’ το κρασί σημάδια γνώριμα.
Άγνωστος ήτανε.
Άγνωστος ίσως κι εγώ για σένα του είπα.
Μα σαν επήρε το κρασί την θέση του την πρέπουσα
η γλώσσα λύθηκε
Και μου ’πε... μου ’πε
όσα δεν ήξερα γι’ αυτόν
τον άγνωστο επισκέπτη.
Κι είδα πως δεν ταιριάζαμε
καθόλου εμείς οι δύο.
Ακούγοντάς τον στην εξομολόγηση αυτή
ξεδιπλώθηκαν της ψυχής πτυχές άγνωστες
το σώμα εξωραΐστηκε
κι αλάφρυνε, αφήνοντας
ένα δάκρυ να κυλήσει στο ποτήρι
Στο ποτήρι
απ’ όπου κοινωνήσαμε μετά κι οι δυο.
Και μόνο τότε αναγνώρισα τον
Άγνωστο για μένα επισκέπτη,
τον εαυτό μου.