Τούς πρώτους άποικους που πάτησαν στο χώμα
του Νέου Κόσμου, κάποιο φθινόπωρο παλιά,
με μπερδεμένα αισθήματα και φόβους
τους υποδέχθηκαν οι ιθαγενείς.
Μα σαν άρχισαν τα παζάρια,
το ποιος θα διαφεντεύει εδώ τη γη,
τη μοιρασιά δεν την δέχτηκαν
«η γη είναι πατρώα ιδική μας ερυθρή».
Ο πρέσβης που εστάλη στους λευκούς,
μετέφερε την άγραφη επιθυμία του φυλάρχου:
«Καιρός είναι να φύγετε μακριά
αλλιώς ασπίδες έχουμε και τόξα, άλογα και πολεμιστές ».
Φεύγοντας την πήρε την απάντηση γραπτή στο χέρι,
και την κρατά και τρέχει.
Σ’ ένα πουγκί την έδωσαν δεμένη
χωρίς μελάνι και χαρτί.
Λίγα φυσέκια με μπαρούτι του Νομπέλ.
Άγραφτη η απάντηση εστάλη στον ερυθρόδερμο αρχηγό.