Έτσι τη γνώρισα, απροσδόκητα
απλή και λυγερή
μ’ αρχοντική φινέτσα.
Μαλλιά χυτά μελαχρινά
και δύο σπίθες π’ έβγάζαν
φωτιά τα δυο της μάτια.
Το χάδι της μελτέμι ανάλαφρο
στο γέλιο της σμαράγδι του γιαλού
και δυο κοχύλια απ’ το βυθό
τα δυο της χείλια.
Ένα κλαρί της κάρφωσα
στο πέτο της Λουΐζα.
Το βράδυ εκείνο ευωδίαζε
καθώς ενώθηκε με τη δική μου αρμύρα.