Στον Αγγελοκώστα Φράγκο - Ζαπάντη
Και να το πού ’ρθε ανέλπιστα
κι’ απίστευτο φαινόταν να ’ναι αλήθεια
τόσων χρονιών ονείρεμα,
του νου ταξείδεμα με ξάρτια.
Σφανταλωμένη η εξώπορτα
κι η περγουλάδα αξάγκλιγη από χρόνια
χορτάρια και κισσός στο κατωφλόπορτο
βουβά κι’ αμίλητα στέκονται τα παντζούρια.
Φθάνει που δεν είναι όνειρο!
να μυριστώ την ποθητή λουΐζα,
στο πατρικό κατώφλι ένα προσκύνημα,
όνειρο, μέσα στα χίλια ακόμη ένα,
τον πολύποθο το Νόστο.τη