Θάλασσα σε είχα ερωτευθεί γι’ αυτή σου την αρμύρα
και για την περιπέτεια στα μακρινά ταξίδια.
Παιδί σαν ήμουν σ’ άκουσα
γραμμένο από την μοίρα.
Περάσανε χρόνια επτά μαζί σου αγαπημένη
και σου ’λεγα τον πόνο μου κι’ εσύ μ’ αφουγκραζόσουν.
Σ’ απάντηση μου έστελνες
ανάλαφρο μελτέμι.
Μοιράζαμε τόσα πολλά σαν δυο ερωτευμένοι
Πλατωνικός ο έρωτας, κρυφό το ’χα καμάρι
όπου η ζωή μου ολάκερη
σ’ εσένα ήταν δοσμένη.
Μου έλεγαν κάτι ναυτικοί π’ ήξέραν απ’ αγάπες
ότι είναι ο δυσκολότερος ο έβδομος ο χρόνος,
κι αν δεν διαβεί με σύνεση
έρχονται οι απάτες.
Είχα ψυχή αγγελική και μια καρδιά σαν κύμα,
το άστρο όμως του Κάστορα π’ έπαιρνα στον εξάντα
μου το ψιθύρισε κρυφά
« αν μείνεις θ’ είναι κρίμα»
Μια νύκτα πάνω στο φτερό την βάρδια επαιρνούσα
και κοίταζα τον ουρανό με τα πολλά τα φώτα,
να σου μιλήσω ήθελα
γι’ αυτό που πεθυμούσα.
Εκόμπιαζα, δεν ήξερα πως έπρεπε ν’ αρχίσω
σε αγαπούσα θάλασσα και ήθελα να σε ζήσω,
τ’ αστέρι όμως μου έλεγε
έπρεπε να σ’ αφήσω.
Έφυγα σε παράτησα με δάκρυα στα μάτια
βάζοντας πλώρη για στεριές
κι’ άγνωστα μονοπάτια.