Κι όμως λιμπίστηκα πάλι ξανά
τον μαγεμένο εκείνο τόπο
που ’χε σταθεί στο πέρασμα
του χρόνου σαν φανάρι.
Και κάθε που οραΐζομαι
να στέκει τόσο αλάργα
φτερά στεριώνω μες στο νου
και βρίσκομαι σιμά του.
Γυαλί γαλάζιο η θάλασσα
τα πόδια του φιλάει
και πάνω προς το λιόγερμα
ο μπάτης τον δροσίζει.
Κάποια φλογερά αντηχεί
γλυκά μέσα στο δείλι
καθώς ο Μάρκος ο βοσκός
τα πρόβατα σταβλίζει.