«Όταν τα νώτα βραχούν απ’ αρμύρα... δεν στεγνώνουν».
Πάει σαν κάμποσος καιρός
μπορεί να πω και χρόνια
όπου με πνίγει ο καημός
κι οπίσω έχω τριζόνια.
Θα ’θελα γι’ άλλη μια φορά
να δω καινούργιους τόπους
να βρω ξανθιές, μελαχρινές
Κινέζους και Αιθιόπους.
Να μυριστώ στην κουπαστή
τ’ αγέρα την αρμύρα
να δω δελφίνια να βουτούν
στα απόνερα εκεί πρίμα.
Να ηρεμήσω την νυκτιά
μιλώντας με τ’ αστέρι
και λίγο πριν την χαραυγή
ν’ αράξουμε στ’ Αλγέρι.
Να κάτσω πρίμα στον καφέ,
στου κάβου τη βιρίνα
και το βραδάκι στις επτά
ταβλάκι ή κοντσίνα.
Κάθε καράβι φεύγοντας
μ’ αφήνει πα στο μόλο
να καρτερώ το επόμενο
κι έναν καινούργιο πόνο.
Kι όταν χαθεί στου ορίζοντα
το βάθος το κατάρτι
τα μάτια κλείνω και πετώ
στου ωκεανού τα πλάτη.