Κάποια γιορτή, εκεί μαζεύοντας ελιές
κάπως αργά στην εποχή
πριν τις Τρινές,
σαν πως και άκουσα πίσω φωνές
απόρησα δεν ήξερα ότι μιλούν κι οι ελιές.
Κάποια γριά που ’χει πέντε αγκαλιές
ανδρών, χωρίς και να ’ναι υπερβολές
ένα κορμό με κάμποσες σχισμές
δείγματα του καιρού,
στην πλάτη χειμωνιές.
Πλησίασε κοντά, τι απορείς;
κάποτε μιλούν κι οι ελιές.
Νόμιζα πως με ξέχασες
και μ’ όλες τις δουλειές,
πολυάσχολος σαν είσαι ακόμη και γιορτές
δεν σταματάς.
Σαν πως και πλούσιος να γίνεις θές.
Θάρρεψα κάπως, μα δειλά χωρίς φωνές
άκουγα σαν εκστατικός.
Άγγιξα κάμποσες σχισμές
πού ’χε το δέντρο κάπως ανοικτές
χωρίς ποτέ να τις ιδώ, που μάζευα ελιές.
– Ρώτα, πότε φυτεύτηκα να μάθεις αν θες?
Πόσες νομίζεις πως έχω
στην πλάτη χειμωνιές;
Μην παιδευτείς, χιλιάδες τρεις έκλεισα ’χθές
και χάρισμα έχω κάθε χίλια να εκφράζω με μιλιές.
Χμ! Δεν το ’ξερες αυτό κι ας γύριζες
το κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη μέχρι χθες.
Κάθ’ εκατό περίπου αλλάζω αφεντικό. Και τι τα θες...
Όλοι το ίδιο μου μαδούνε τις ελιές.
Τα μάτια μου είδαν τόσες αλλαγές
έχω ακούσει τόσων
ανθρώπων τις μιλιές,
και τα πουλιά στους κλώνους μου φωλιές
να ζευγαρώνουν φτιάχνουν όλες τις χρονιές.
Πες μου, τι θες να ξέρεις απ’ αυτές
που λέν’ οι άνθρωποι ιστορίες πουν πλαστές;
Έχω φυλάξει απ’ τα παλιά πάρα πολλές,
Άνθρωποι δεν τις άγγιζαν κι είναι όλες τους αγνές.
–Πότε γεννήθη το νησί, μου λες;
–Χμ! Πρόσθεσε άλλες τρεις φορές
πριν γεννηθώ, μια απ’ τις γέρικες ελιές
που ‘χε μιλήσει όλο κι όλο δυο φορές.
Αν για να μάθεις άλλα τώρα θες,
μόνο αν καθίσεις και δεν φύγεις μα ποτές,
κι όρκο να πάρεις, που να λέει πως εχθές,
ήταν το τέλος στο ταξίδι.
Ναι, μόνο εδώ θα μείνω, πες.