Στην μνήμη του Willy Gault
Νέον όλοι τον γνώριζαν πάνω στης νιότης τον ανθό.
Τ’ αθλητικό του παράστημα κι’ ευρωστία
είχαν πλαστεί στα γυμναστήρια.
Η κόμη η δασειά με ευπρέπεια κτενισμένη,
ομοίαζε σαν του Ερμή
και η ματιά κρυστάλλινη σαν το νερό πηγής.
Το όλο σύνολο εστόλιζε η ξάστερη αυτή θωριά
καθρέπτης της ψυχής του νέου εκείνου.
Και χθες ο πανδαμάτωρ χρόνος,
της ζήλιας ο θεός
μου ’φερε μπρος μου δείγμα της δουλειάς
που διάλεξε να κάνει εδώ στη γη.
Τι έκπληξη! Το νέο που έπλασαν οι Ολύμπιοι
και θαύμαζαν τόσο οι θνητοί
χάιδευε με μια αστραφτερή αερίσια σμίλη.
Τίποτε δεν θύμιζε πλέον το Ερμή,
ούτε η κόμη, ούτε η κορμοστασιά,
της σμίλης η αιχμή τα είχε βρει σαν περιττά.
Τα πήρε ο αγέρας στο πέρασμα του χρόνου.
Το μόνο που έμεινε ανέγγιχτο ήταν η ματιά!
Δεν μπόρεσε να την αγγίξει η σμίλη.
Ήταν αλήθεια κρυστάλλινη σαν το νερό,
που μόνη ακόμη ήταν αρκετή για να θυμίζει
την κάποτε Άριστη και Τέλεια ακμή του νέου.